οπή

οπή
3692 ὀπή
{сущ., 2}
отверстие, яма, дыра, ущелье.
Ссылки: Евр. 11:38; Иак. 3:11.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οπή" в других словарях:

  • όπη — ὅπη, επικ. τ. ὅππη και κατά ορθότ. γρφ. ὅπῃ, δωρ. τ. ὅπᾳ και ὅππᾳ, ὅπη και ὅπει, αιολ. τ. ὄππα ή ὄππᾳ και ὅπα, ιων. τ. ὅκη ή ορθότ. ὅκῃ (Α) (επίρρ. σε αναφορικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις) 1. (για τόπο) ποιο δρόμο ή από ποιο δρόμο, ποια… …   Dictionary of Greek

  • ὀπή — opening fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅπη — by which indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅπῃ — ὅπη by which indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… …   Dictionary of Greek

  • ὀπῇ — ὀπάζω make to follow fut ind mid 2nd sg (doric) ὀπάζω make to follow fut ind act 3rd sg (doric) ὀπή opening fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὤπη — ὅπη , ὅπη by which indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὤπηι — ὅπῃ , ὅπη by which indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅπηι — ὅπῃ , ὅπη by which indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅπηπερ — ὅπη , ὅπη by which indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπαῖς — ὀπή opening fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»